< 1 ἄορ
ἀορασία >
2 ἄορ·
sin pájaros
ἄορ· πέτρα ἐν τῇ Ἰνδικῇ ἐν ᾗ οὐ κάθηται ὄρνις διὰ τὸ εἶναι αὐτὴν ὑπερύψηλον
Zonar.115.18-19C., cf. Ἄορνις, Ἄορνος.